Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κεντέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κεντέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐκέντησα, Επικ. απαρ. κένσαι (όπως αν προερχόταν από το κέντω1. τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, κεντρίζω με βούκεντρο, σπιρουνιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. 2. λέγεται για σφήκες και μέλισσες, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Θεόκρ. 3. γενικά, σουβλίζω, σφάζω, τσιμπώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· βασανίζω, σε Ξεν.· μεταφ., σὺν δόλῳ κ., μαχαιρώνω στο σκοτάδι, σε Σοφ.