Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κελεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κελεύω, Επικ. παρατ. κέλευον, μέλ. -σω, Επικ. απαρ. -σέμεναι· αόρ. αʹ ἐκέλευσα, Επικ. κέλ-· παρακ. κεκέλευκαΠαθ., αόρ. αʹ ἐκελεύσθην, παρακ. κεκέλευσμαι· (κέλομαι)· κινώ προς τα μπρος, παρακινώ, ωθώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, προσκαλώ, παραγγέλλω, διατάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (ενν. ποιεῖν)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, θυμός με κελεύει (ενν. φείδεσθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) εναντίον του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, εξουσιάζω ένα πράγμα, σε Αισχύλ.· Παθ., τὸ κελευόμενον, τὰ -να, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν.