Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κειμήλιον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κειμήλιον, τό (κεῖμαι), οτιδήποτε φυλάσσεται ως πολύτιμο αντικείμενο, θησαυρός, οικογενειακό κειμήλιο, ενθύμιο, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.