Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καῦμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
καῦμα, -ατος, τό (καίω), 1. θερμότητα που καίει, ιδίως, λέγεται για τον ήλιο, καύματος, στην ζέστη του ήλιου, σε Ομήρ. Ιλ.· καῦμ' ἔθαλπε, σε Σοφ. 2. θερμότητα του πυρετού, σε Θουκ.· μεταφ., λέγεται για τον έρωτα, σε Ανθ.
καυμᾰτίζω, μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Κ.Δ.Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.