Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καχύποπτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰχ-ύποπτος, -ον, αυτός που υποπτεύεται το κακό, φιλύποπτος, καχύποπτος, σε Πλάτ.