Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατευθύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατ-ευθύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, I. ευθυγραμμίζω ή κρατώ σε ευθεία, φέρνω σε ευθεία, σε Πλάτ. II. αμτβ., κατευθύνομαι, πηγαίνω κατευθείαν προς ένα σημείο, σε Πλούτ.