LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καταψύχω"
- κατα-ψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, I. ψυχραίνω, καταψύχω, παγώνω, σε Αριστ. — Παθ., παρακ. κατέψυγμαι, αόρ. αʹ κατεψύχθην και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ. II. Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι κατάξηρος ή άνυδρος, σε Πλούτ.