Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταχωρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-χωρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ σ' έναν τόπο, καταχωρώ, σε Ξεν.Παθ., καταλαμβάνω θέση, στον ίδ.