Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατατήκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-τήκω, Δωρ. -τάκω [ᾱ], μέλ. -τήξω, I. μτβ., λιώνω, αποσυνθέτω, κάνω να ξεπέσει, σε Ηρόδ. II. Παθ. με Ενεργ. παρακ., κατατέτηκα, τήκομαι, μαραίνομαι, φθείρομαι, αφανίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.