Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταστροφή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καταστροφή, (καταστρέφω), I. 1. ανατροπή, κατάλυση, σε Αισχύλ. 2. υποταγή, υποδούλωση, σε Ηρόδ., Θουκ. II. ξαφνική στροφή ή τέρμα, κλείσιμο, απόληξη, περάτωση, σε Αισχύλ.· λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ., Θουκ.· στο θεατρικό δράμα, η στροφή της δραματικής πλοκής απ' την οποία ξεκινά η λύση του δράματος, σε Λουκ.