Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταστρέφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-στρέφω, μέλ. -ψω, I. καταρρίπτω, ποδοπατώ, σε Ομηρ. Ύμν.· αναγυρίζω το έδαφος, σε Ξεν. II. 1. αναταράσσω, ανατρέπω, φθείρω, σε Αριστ. 2. Μέσ., υποτάσσω τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι, στον ίδ. 3. Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, είμαι αναγκασμένος να ακούω, σε Αισχύλ.· αλλά ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με σημασία Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ. III. επιστρέφω, επαναφέρω, κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν, σε Αισχίν. IV. ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, σε Αισχύλ.· απόλ., έρχομαι σε πέρας, τελειώνω, λήγω, σε Πλούτ. V. συστρέφω, στρίβω· μεταφ., λέξις κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και ρέον ύφος (εἰρομένη), σε Αριστ.