LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καταρρέω"
- καταρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι και -ρυήσομαι, παρακ. -ερρύηκα, αόρ. βʹ σε Παθ. τύπο -ερρύην· I. 1. ρέω προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για ανθρώπους, τρέχω, ορμώ προς τα κάτω, σε Αριστοφ., Θουκ. 3. λέγετα για φρούτα, φύλλα κ.λπ.· φυλλοβολώ, πέφτω, σε Ξεν. 4. συντρίβομαι, σε Δημ. 5. κ. εἴς τινα, έρχομαι προς, πέφτω στην τύχη κάποιου, σε Θεόκρ., Βίωνα. II. κ. φόνῳ, τρέχω προς τα κάτω, στάζω με αίμα, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλούτ.

