Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταρράκτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καταρ-ράκτης, -ου (καταρ-ρήγνυμι) ή κατ-αράκτης (κατ-αράσσωI. ως επίθ., επερχόμενος, εφορμών, τὸν καταρράκτην ὁδὸν (Αττ. αντί οὐδόν) προς την είσοδο που οδηγεί προς τα κάτω (λέγεται για τον Άδη), σε Σοφ. II. ως ουσ., 1. το νερό που ξεχωρίζει, διακλαδώνεται, ο καταρράκτης, Λατ. cataracta, σε Στράβ. 2. είδος σιδεριάς που κλείνει την πύλη κάστρου, σε Πλούτ. 3. θαλασσινό πουλί, ονομαζόμενο έτσι από την εφόρμηση που κάνει προς τη λεία του, γλάρος, σε Αριστοφ.