Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταπίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, μεταγεν. -πιοῦμαι· αόρ. βʹ κατέπιον, Επικ. κάππιον· I. καταβροχθίζω ή καταπίνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. II. 1. μεταφ., κ. Εὐριπίδην, «ρουφώ» τον Ευριπίδη, δηλ. αφομοιώνω τις ιδέες του, σε Αριστοφ. 2. καταπίνω, καταναλώνω, στον ίδ. 3. σπαταλώ σε οινοποσία, σε Αισχίν.