LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καταναγκάζω"
- κατ-ᾰναγκάζω, μέλ. -σω, 1. υπερισχύω με τη χρήση βίας, περιορίζω, σε Ευρ. 2. εξαναγκάζω, επιβάλλω δια της βίας, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν, σε Θουκ.