Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταλύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ]Παθ., μέλ. -λῠθήσομαι, παρακ. -λέλῠμαι· I. 1. καταρρίπτω, καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. α) λέγεται για πολιτικά συστήματα, διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κ. τύραννον, καταργώ, καθαιρώ, σε Θουκ.· κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, σε Ξεν.Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, αφού καθαιρέθηκαν, σε Ηρόδ. β) διαλύω, απολύω, καταργώ πολιτικό ή στρατιωτικό σώμα, καταλύειν τὴν βουλὴν, στον ίδ.· τὸ ναυτικόν, σε Δημ. γ) τὴν φυλακὴν κ., παραμελώ τη φύλαξη, αμελώ τη φρούρηση, σε Αριστοφ. 3. α) τελειώνω, φέρνω εις πέρας, βίοτον, σε Ευρ.· τὸν βίον, σε Ξεν. β) κ. τὴν εἰρήνην, παραβιάζω την ειρήνη, σε Αισχίν.· γ) κ. τὸν πόλεμον, τελειώνω τον πόλεμο, κάνω ειρήνη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· και απόλ. (ενν. τὸνπόλεμον) καταλύειν τινί ή πρός τινα, κάνω ειρήνη με κάποιον, σε Θουκ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.· καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, σε Ηρόδ. II. 1. λύνω από τον ζυγό, ξεζεύω, ἵππους, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφέου κ., το κατεβάζω από το τείχος (στο οποίο επάνω κρέμονταν), σε Ηρόδ. 2. αμτβ., μένω, διαμένω, παρ' ἐμοὶ καταλύει, είναι φιλοξενούμενός μου, σε Πλάτ.· κ. παρά τινα, πηγαίνω και μένω μαζί με κάποιον, σε Θουκ.· απόλ., αναπαύομαι, σε Αριστοφ.Μέσ., θανάτῳ καταλυσαίμαν, μακάρι να βρω ανάπαυση στον τάφο, σε Ευρ.