LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καταλλάσσω"
- κατ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, I. ανταλλάσσω νομίσματα, σε Πλούτ. κ.λπ.· το ίδιο και στη Μέσ., σε Δημ. — Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, σε Πλάτ. II. μεταβάλλω, μετατρέπω κάποιον από εχθρό σε φίλο, συμφιλιώνομαι, σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Μέσ., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην τινί, παύω, σταματώ την έχθρα μου με κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., ιδίως, σε αόρ. αʹ κατηλλάχθην ή αόρ. βʹ κατηλλάγην [ᾰ], συμφιλιώθηκα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

