Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταλαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· παρακ. -είληφα· Ιων. υπερσ. -λελαβήκεεΠαθ., Ιων. αόρ. αʹ -ελάμφθην· I. 1. επικρατώ, κυριεύω, Λατ. occupare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.Μέσ., κυριεύω για τον εαυτό μου, Λατ. capesso, σε Ηρόδ. 2. κυριεύω, καταβάλλω, έρχομαι ξαφνικά, βρίσκω, λέγεται για θάνατο ή κούραση, σε Όμηρ. 3. κατακτώ με το μυαλό, συλλαμβάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ, σε Πλάτ. II. 1. προλαβαίνω, προφθάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τοὺς φεύγοντας, σε Ηρόδ.· λέγεται για αποτυχίες, κυριεύω, συμβαίνω, επιπέφτω, καταλαμβάνω, στον ίδ. 2. ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω, συλλαμβάνω, βρίσκω, Λατ. depre­hendo, με μτχ.· κ. τινὰ ζῶντα, στον ίδ.· καταλαμβάνει τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας, σε Δημ. κ.λπ. 3. απρόσ., καταλαμβάνει τινά, με απαρ., το Αττ. συμβαίνει, συμβαίνει κάτι σε κάποιον, είναι στη μοίρα κάποιου να κάνει κάτι, τοῦτον κατέλαβε κεῖσθαι, σε Ηρόδ. 4. απόλ., τὰ καταλαβόντα = τὰ συμβάντα, τα γεγονότα, οι συνθήκες, οι περιστάσεις, στον ίδ.· ἢν πόλεμος καταλαβῇ, σε Θουκ. III. 1. καταπιέζω, καταπνίγω, συγκρατώ, σταματώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω, τὴν δύναμιν Κύρου, σε Ηρόδ.· κ. τὸ πῦρ, την δαμάζω, την καταστέλλω, στον ίδ.· κ. ἑαυτόν, στον ίδ.· κ. τὰς διαφοράς, θέτω τέρμα σ' αυτές, στον ίδ.Παθ., ὁ θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη, στον ίδ. 2. δεσμεύω, κ. πίστι, ὁρκίοις, Λατ. jurejurando adstringere, δένω με όρκο, στον ίδ., Θουκ. 3. αναγκάζω ή εξαναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν, τον πιέζει να φανερώσει την αλήθεια, σε Ηρόδ.Παθ., καταλαμβανόμενος, αναγκασμένος, εξαναγκασμένος, υποχρεωμένος, στον ίδ.