Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατακόπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-κόπτω, μέλ. -ψω, I. 1. κόβω και ρίχνω καταγής, θερίζω, κομματιάζω, τεμαχίζω, διαμελίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.Παθ., μτχ. αορ. βʹ κατακοπείς, κομματιασμένος, διαμελισμένος, τεμαχισμένος, σε Ηρόδ. 2. σκοτώνω, σφαγιάζω, στον ίδ., σε Αττ. 3. με στρατιωτική σημασία, διαμελίζω, συντρίβω, πετσοκόβω, κατακερματίζω, σε Δημ.Παθ., απαρ. αόρ. βʹ κατακοπῆναι, σε Ξεν. 4. γενικά, σπάω σε κομμάτια, καταστρέφω, σε Δημ. II. κόβω νομίσματα, σε Ηρόδ., Ξεν.