Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταιβάτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καταιβάτης[ᾰ], ποιητ. αντί καταβάτης, -ου, (καταβαίνω), 1. επίθετο του Δία που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, κάθετος, αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για τον Ἀχέροντα, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει κανείς, καθοδικός, κατηφορικός, σε Ευρ.