Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταγράφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. ξύνω, κομματιάζω, σε Ηρόδ. 2. χαράζω, γράφω, επιγράφω, νόμους, σε Πλούτ. 3. ιχνογραφώ, σχεδιαγραφώ, σε Λουκ. II. γεμίζω στήλες, πίνακες με γράμματα, σε Ευρ. 2. καταγράφω, καταχωρώ, σημειώνω, αναγράφω, σε Πλάτ.