LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καταβιβάζω"
- κατα-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του καταβαίνω· 1. κάνω κάτι να κατέβει, κατεβάζω κάτι, σε Ηρόδ., Πλούτ. 2. κατεβάζω κάτι με τη χρήση βίας, σε Ξεν.