Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καταβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, αόρ. βʹ κατέβην, ποιητ. γʹ πληθ. κατέβαν· προστ. κατάβηθι ή κατάβᾱ· Επικ. αʹ πληθ. υποτ. καταβείομεν (αντί -βῶμεν) — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ κατεβήσετο· προστ. καταβήσεο·
Α. I. 1.
κατεβαίνω, κατηφορίζω ή κατέρχομαι, Λατ. descemdere, ἐξ ἄρεος, από το βουνό, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. πόλιος, κατεβαίνω από την πόλη, στο ίδ.· κ. δίφρου, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άρμα, στο ίδ.· με αιτ. τόπου, θάλαμον κατεβήσετο, κατέβηκε στο δωμάτιο, στον θάλαμό της, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά επίσης και με αιτ., κατέβαιν' ὑπερώϊα, κατέβηκε από τα επάνω διαμερίσματα, από τον επάνω όροφο, στο ίδ.· κλίμακα κατεβήσετο, κατέβηκε τη σκάλα, στο ίδ.· απόλ., κατεβαίνω κάτω, σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Παθ., ἵππος καταβαίνεται, το άλογο ξεκαβαλικεύεται από, σε Ξεν. 2. κατεβαίνω από τα μεσόγεια, από το εσωτερικό προς την θάλασσα, ιδίως, από την κεντρική Ασία (πρβλ. ἀναβαίνω II. 3), σε Ηρόδ.· κ. ἐς Πειραιᾶ, σε Πλάτ. 3. έρχομαι, φθάνω στην ξηρά, φθάνω στην ξηρά με ασφάλεια, σε Πίνδ. 4. κατέρχομαι, κατεβαίνω στην παλαίστρα, κ. ἐπ. ἄεθλα, σε Ηρόδ.· και απόλ., όπως το Λατ. in certamen descendere, σε Σοφ., Ξεν. 5. λέγεται για ρήτορα, κατεβαίνω από το βήμα, κατάβα· απάντηση, καταβήσομαι, σε Αριστοφ. 6. πόσσω κατέβα τοι ἀφ' ἱστῶ, πόσο σου στοίχισε (το ύφασμα) να κατέβει από τον αργαλειό; σε Θεόκρ. II. μεταφ., καταβαίνειν εἴς τι, καταλήγω την ομιλία μου σ' ένα σημείο, κατέβαινε ἐς λιτάς, τελείωνε με προσευχή, σε Ηρόδ.· με μτχ., κατέβαινεν παραιτεόμενος, τελείωνε με παρακάλια, στον ίδ.· κ. ἐπὶ τελευτήν, σε Πλάτ. Β. μτβ., κατεβάζω κάτι, σε Πίνδ.