Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατ-έχω, μέλ. καθέξω και κατασχήσω· αόρ. βʹ κατέσχον, ποιητ. κατέσχεθον, Επικ. γʹ ενικ. κάσχεθε·
Α. I. 1.
μτβ., κρατώ δυνατά, σε Ησίοδ. 2. κρατώ πίσω, παρακρατώ, σε Όμηρ.· αναχαιτίζω, εμποδίζω, κυβερνώ, χαλιναγωγώ, σε Ηρόδ., Αττ.Παθ., δεσμεύομαι, κατέχομαι, παρακρατούμαι, σε Ηρόδ. 3. κρατώ, εμποδίζω, στον ίδ., Ξεν.Παθ., είμαι υπό κράτηση, περιμένω, καθυστερούμαι, σε Ηρόδ., Σοφ. II. 1. έχω υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος πράγματος, εξουσιάζω, σε Τραγ. 2. λέγεται για τον ήχο, γεμίζω, αντιλαλώ, ἀλαλητῷ πεδίον κατέχουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. στρατόπεδον δυσφημίαις, το γεμίζει με τις θλιβερές κραυγές του, σε Σοφ. 3. βιοτὰν κ., συνεχίζω την ζωή, στον ίδ. 4. επικρατώ, απλώνομαι, καλύπτω, νὺξ κατέχ' οὐρανόν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡμέρα κάτεσχε γαῖαν, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., κατέσχετο πρόσωπα, κάλυψε το πρόσωπό της, σε Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για τον τάφο, περιορίζω, καλύπτω, σε Όμηρ. 6. λέγεται για συνθήκες και άλλες παρόμοιες καταστάσεις, κρατώ χαμηλά, κατανικώ, καταθλίβω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· λέγεται για περιστάσεις, ενασχολώ το μυαλό ή απασχολώ την προσοχή, σε Ηρόδ. 7. καταλαμβάνω ως κατακτητής, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. 8. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, κατέχω, σε Πλάτ. 9. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, καταλαμβάνομαι, τελώ υπό έμπνευση, σε Ξεν., Πλάτ. II. ακολουθώ από κοντά, πιέζω, ωθώ, επείγω, Λατ. urgere, σε Ξεν. IV.φέρνω πλοίο στη στεριά, το οδηγώ μέσα ή προς, σε Ηρόδ. Β. αμτβ., 1. (ενν. ἑαυτόν), συγκρατιέμαι, σε Σοφ., Πλάτ.· συγκρατώ, λήγω, σταματώ, παύω, λέγεται για τον άνεμο, σε Αριστοφ. 2. έρχομαι από την ανοιχτή θάλασσα προς την ακτή, προσορμίζομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ. 3. επικρατώ, ὁ λόγος κατέχει, η φήμη επικρατεί, είναι διαδεδομένη, σε Θουκ.· σεισμοὶ κατ., οι σεισμοί κυριαρχούν, είναι συχνοί, στον ίδ. 4. έχω το πάνω χέρι, σε Θέογν., Αριστ. Γ. I. 1. Μέσ., κρατώ για τον εαυτό μου, παρακρατώ, σφετερίζομαι, σε Ηρόδ. 2. καλύπτομαι, βλ. ανώτ. Α. II. 4. 3. περιέχω, περιλαμβάνω, σε Πολύβ. II. ο Μέσ. αόρ. χρησιμ. επίσης ως Παθ., σταματιέμαι, σταματώ, σε Ομήρ. Οδ.· -κατασχόμενος, υποδουλωμένος, σε Πίνδ.