Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατάσκιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατά-σκιος, -ον (σκιά), I. σκιασμένος ή καλυμμένος με κάτι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ. II. μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.