LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατάπαυσις"
- κατάπαυσις, -εως, ἡ, κατάπαυση· I. κατάλυση, εκθρόνιση, καθαίρεση, κατάργηση, σε Ηρόδ. II. παύση, διακοπή, λήξη, γαλήνη, ειρήνευση, σε Κ.Δ.