LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατάντης"
- κατ-άντης, -ες (ἄντα), I. κατηφορικός, καθοδικός, απότομος, απόκρημνος, σε Αριστοφ.· εἰς τὸ κάταντες, προς τα κάτω, σε Ξεν. II. μεταφ., κεκλιμένος, κατηφορικός, επικλινής, επιρρεπής, πρός τι, σε Ευρ.
- κατάντηστιν, επίρρ., καλύτερα κατ' ἄντηστιν, κατά πρόσωπο, αντίκρυ, έναντι, σε Ομήρ. Οδ.