Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατάλυσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατάλῠσις, -εως, (καταλύω), I. 1. διάλυση, ανατροπή, λέγεται για κυβερνήσεις, σε Θουκ. κ.λπ. 2. απόλυση ή διάλυση στρατιωτικού σώματος, στρατιᾶς, σε Ξεν.· εἰς κατάλυσιν, μέχρι την απόλυση, λέγεται για επιθεώρηση στρατιωτών, στον ίδ. 3. κ. τοῦ πολέμου, το τέλος του πολέμου, ειρήνευση, σε Θουκ., Ξεν. 4. γενικά, τέλος, τέρμα, σε Ξεν. II. 1. ησυχαστήριο, κατάλυμα, διαμονή, ανάπαυση, σε Ευρ. 2. κατάλυμα, μέρος όπου αναπαύεται κάποιος, ξενώνας, κατοικία, κατάλυμα, καταλύσιες (Ιων. αντί -λύσεις), σε Ηρόδ., Πλάτ.