Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατάληψις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατάληψις, -εως, (καταλαμβάνω), 1. πιάσιμο, κυρίευση, ἐν καταλήψει, στο χέρι κάποιου, στην ευχέρεια κάποιου, σε Θουκ.· επίθεση, προσβολή, σε Αριστοφ. 2. κατοχή, κατάληψη, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.