LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατάκειμαι"
- κατά-κειμαι, Επικ. γʹ πληθ. κατακείαται, Ιων. -κέαται· υποτ. -κέωμαι — Παθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. με Μέσ. μέλ. -κείσομαι· 1. κατακλίνω, πλαγιάζω, είμαι ξαπλωμένος, σε Όμηρ., σε Αριστοφ. 2. κρύβομαι, μένω κρυμμένος, ενεδρεύω, παραμονεύω, σε Όμηρ. 3. βρίσκομαι αποθηκευμένος, Λατ. reponi, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 4. βρίσκομαι στο κρεββάτι ως ασθενής, σε Ηρόδ.· επίσης, αδρανώ, τεμπελιάζω, σε Ξεν. 5. είμαι ξαπλωμένος κατά την διάρκεια του φαγητού, Λατ. accumbere, πῖνε, κατάκεισο, σε Αριστοφ. 6. λέγεται για στεριά, βρίσκομαι λοξά, κατηφορικά προς τη θάλασσα (ομοίως και το Usticae cubantis του Οράτ.), σε Πίνδ.