LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατάδρομος"
- κατάδρομος, -ον (καταδρᾰμεῖν), κατεστραμμένος, κυριευμένος, ερημωμένος, σε Ευρ.