Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατάβασις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατάβᾰσις, -εως, (καταβαίνω),· 1. κατέβασμα, κατήφορος, κατωφέρεια, σε Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. κατάβασις. 2. κατάβαση από την Κεντρική Ασία, σε Ξεν.