LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κασσίτερος"
- κασσίτερος, [ῐ], Αττ. καττ-, ὁ, κασσίτερος, Λατ. stannum, σε Ομήρ. Ιλ. Λιωνόταν και έπειτα χυνόταν μέσα σε σκληρότερο χαλκό, απ' όπου χεῦμα κασσιτέροιο, επιμετάλλωση, περίχυμα κασσιτέρου, στο ίδ. (ξεν. λέξη).