Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κασίγνητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰσί-γνητος, (κάσις, γίγνομαι), I. αδερφός, σε Όμηρ., κ.λπ.: — με περισσότερο γενική σημασία, ξάδελφος, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως επίρρ., κασίγνητος, , -ον, αδελφικά, σε Σοφ., Ευρ.