Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καρχαλέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καρχᾰλέος, , -ον, τραχύς, δίψῃ κορχαλέοι, με ξηρό το λάρυγγα από τη δίψα, το siti asperτου Βιργ., σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).