Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καρπός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
καρπός (Α), , I. καρπός, καρπὸς ἀρούρης, δηλ. σιτάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, κ.Δήμητρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. γενικά, παραγωγή, κέρδος, όφελος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ καρποὶ ἐκ τῶν ἀγελῶν, η παραγωγή των κοπαδιών, σε Ξεν. III. λέγεται για ενέργειες, καρπός, αποτέλεσμα, κέρδος, εἰκαρπὸς ἔσται θεσφάτοισι, εάν οι χρησμοδοτήσεις του καρποφορήσουν, δηλ. επαληθευτούν, σε Αισχύλ.· γλώσσης ματαίας κ., δηλ. κατάρες, στον ίδ.· κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, σε Πίνδ.· κ. φρενῶν, σοφία, στον ίδ.
καρπός (Β), , καρπός χεριού, σε Όμηρ. κ.λπ.