Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καρπάλιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καρπάλῐμος, -ον (βλ. κραιπνός), 1. γρήγορος, ταχύς, Λατ. rapidus, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -μως, γρήγορα, αστραπιαία, στο ίδ. 2. σε Πίνδ., γέννες κ., πρόθυμα σαγόνια.