Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καρκαίρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καρκαίρω, σείομαι, τρέμω κάτω από το πάτημα ανδρών και αλόγων, Λατ. tremere, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).