LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καρκίνος"
- καρκίνος[ῐ], ὁ, με ετερογεν. πληθ. καρκίνα, I. καβούρι, κάβουρας, Λατ. cancer, σε Βατραχομ., Αριστοφ., Πλάτ.· παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν, σε Αριστοφ. II. ζευγάρι δαγκάνες, σε Ανθ.· καρκίνα, πυξίδες, στον ίδ.

