Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καπνίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καπνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐκάπνισα, Επικ. γʹ πληθ. κάπνισσαν (καπνόςI. δημιουργώ καπνό, δηλ. ανάβω φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. καπνίζω κάποιον, μαυρίζω κάποιον με καπνό, σε Δημ. 2. αμτβ., γίνομαι μαύρος απ' τον καπνό, σε Αριστοφ.