LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καπηλικός"
- κᾰπηλικός, -ή, -όν (κάπηλος)· 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· ἡ καπηλική (ενν. τέχνη) = καπηλεία, σε Πλάτ. 2. αυτός που μοιάζει στη συμπεριφορά με μικροέμπορο, πανούργος, δόλιος, σε Ανθ.· επίρρ., καπηλικῶς ἔχειν, με μπαλώματα και έτοιμος για πώληση, σε Αριστοφ.

