Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κανών"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κᾰνών, μτχ. αορ. βʹ του καίνω.
κᾰνών, -όνος, (κάννα), οποιαδήποτε ίσια βέργα ή ράβδος· I. 1. στον Όμηρ., οι κανόνες μιας ασπίδας φαίνεται πως ήταν δυο βέργες που διέτρεχαν κατά πλάτος το κοίλο μέρος της, μέσα από τις οποίες περνιόταν το χέρι. 2. ράβδος που χρησιμοποιούνταν στο πλέξιμο, «σαΐτα», μέσω της οποίας τα νήματα του πηνίου διαπλέκονταν με αυτά του στημονιού, σε Ομήρ. Ιλ. 3. α) χάρακας, που χρησιμοποιούσαν χτίστες ή ξυλουργοί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. β) γνώμονας, χάρακας, σε Ανθ. γ) μεταφ., ἀκτὶς ἡλίου, κανὼν σαφής, σε Ευρ. 4. ζυγοστάτης ή «γλώσσα» της ζυγαριάς, σε Ανθ. 5. στον πληθ., τα κλειδιά ή το τέρμα του αυλού, στον ίδ. II. μεταφ., όπως το Λατ. regula, norma, μέτρο σύγκρισης, διακανονισμού, πρότυπο εξοχότητας, σε Ευρ.· στη Χρονολόγηση, κανόνες χρονικοί, ήταν οι κύριες εποχές ή περίοδοι, σε Πλούτ.