Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καμινεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰμῑνεύω, μέλ. -σω, θερμαίνω στην κάμινο, σε Αριστ.