Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καμάρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰμάρα, Ιων. -ρη [μᾰ], , Λατ. camera, καθετί που έχει θολωτό σκέπασμα, σκεπαστή άμαξα, σε Ηρόδ.