Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλύπτρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰλύπτρα, Ιων. -πτρη, , I. 1. πέπλο, βέλο γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., δνοφερὰ κ., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το βέλος τους (πρβλ. ζώνη I. 2), σε Πλάτ. II. σκέπασμα ή καπάκι φαρέτρας, σε Ηρόδ.