Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κάλος, , Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.
καλός, , -όν, όμορφος, ωραίος, δίκαιος, Λατ. pulcher, λέγεται ως χαρακτηριστικό της εξωτερικής μορφής, σε Όμηρ. κ.λπ.·
Α. I. 1.
καλὸς δέμας, καλός στο σώμα, με καλή σωματική διάπλαση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἶδοςκάλλιστος, σε Ξεν.· καλὸς τὸ σῶμα, στον ίδ.· με απαρ., κ. εἰσοράασθαι, σε Όμηρ. 2. τὸ καλόν όπως το κάλλος, ομορφιά, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ καλά, ευπρέπεια, σεμνότητα, ανθρωπιά, κοσμιότητα, αρετές του ανθρώπινου βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. ως προς την χρήση, όμορφος, αίσιος, κατάλληλος, καλός, κ. λιμήν, σε Ομήρ. Οδ.· καλὸς εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., κάλλιστος τρέχειν, σε Ξεν.· ιδίως στις ακόλουθες φράσεις, ἐνκαλῷ (τόπῳ), σε καλή θέση, σε Θουκ.· ἐν καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως, σε Ξεν.· ἐν κ. (ενν. χρόνῳ), την κατάλληλη ώρα, την κατάλληλη στιγμή, σε Ευρ.· ομοίως και, καλόν ἐστι, με απαρ., σε Σοφ. 2. λέγεται για θυσίες, καλός, αίσιος, ευοίωνος, ευνοϊκός, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. 1. με ηθική σημασία, όμορφος, καλός, ευγενής, καλόν (ἐστι), με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· καλὰ ἔργματα, συγγενείς πράξεις, σε Πίνδ. κ.λπ. 2. τὸ καλόν, ηθική ομορφιά, αρετή, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν (τα honestum και turpe του Κικέρωνα), σε Ξεν., Πλάτ. IV.σε Αττ. όχι σπανίως ειρωνικά, όπως το Λατ. praeclarus, θαυμάσιος, λαμπρός, ευγενικός, κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι, σε Σοφ.· μετ' ὀνομάτων καλῶν, σε Θουκ. Β. ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· συγκρ. καλλίων [ι], -ον, υπερθ. κάλλιστος, , -ον, σε Όμηρ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., καλόν ως επίρρ., καλὸν ἀείδειν κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως καλά, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ καλόν, σε Θεόκρ. II. 1. ομαλ. επίρρ. καλῶς, κυρίως με ηθική σημασία, καλώς, ορθώς, δικαίως, σε Ομήρ. Οδ.· καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κ.λπ., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐ καλῶς ταρβεῖς, στον ίδ.· συχνά στη φράση καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, σε Πλάτ. 2. λέγεται για καλή τύχη, καλώς, ευτυχώς, κ. πράσσειν = εὖ πρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· κ. ἔχειν, ευτυχώ ως προς κάτι, στον ίδ.· κ. ἔχει, με απαρ., είναι καλό να..., σε Ξεν. 3. καλῶς = πάνυ, τελείως, κ. ἔξοιδα, σε Σοφ.· ομοίως και στον συγκρ., κάλλιον εἰδέναι, σε Πλάτ.· και σε υπερθ., κάλλιστα, σε Σοφ. κ.λπ. 4. κ. ποιῶν, ως επίρρ., ορθώς, δικαίως, Λατ. merito, κ. ποιῶν ἀπόλλυται, σε Αριστοφ. 5. σε απαντήσεις, ως επιδοκιμασία των λόγων του προηγούμενου ομιλητή, πολύ καλά! Λατ. euge, σε Ευρ., Δημ.· αλλά επίσης, όταν αρνείται κάποιος μια προσφορά ευγενικά ή με ειρωνεία, σ' ευχαριστώ! Λατ. benigne, σε Αριστοφ.· και στον υπερθ. κάλλιστ', ἐπαινῶ, στον ίδ. 6. ειρων., λαμπρά, Λατ. belle, σε Σοφ., Ευρ. Δ. ΠΟΣΟΤΗΤΑ· στους Επικ. Ποιητές, σε Αττ.· σε μεταγεν. Ποιητές ή , αντιστοίχως των απαιτήσεων, των αναγκών δηλ. του μέτρου.