Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλλωπίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καλλ-ωπίζω, μέλ. -ίσω (ὤψI. κυρίως, κάνω το πρόσωπο όμορφο· απ' όπου, στολίζω, δίνω ωραία όψη, σε Πλάτ.Παθ., κεκαλλωπισμέναι τὸ χρῶμα, δηλ. βαμμένες, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., στολίζομαι, καλλωπίζομαι ή γίνομαι κομψός, σε Πλάτ.· μεταφ., περηφανεύομαι για κάτι, τινι ή ἐπί τινι, στον ίδ.· απόλ., κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι, καμαρώνω, λέγεται για άλογο, σε Ξεν. 2. προσποιούμαι ότι δεν θέλω, κάνω νάζια, τινι ή πρός τινα, απέναντι σε κάποιον, σε Πλάτ.· με απαρ., κ. παραιτεῖσθαι, προσποιούμαι ότι αποδοκιμάζω, σε Πλούτ.