Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλλίνικος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καλλί-νῑκος, -ον (νίκη), I. αυτός που θριαμβεύει με δόξα, κῦδος κ., δόξα λαμπρής νίκης, σε Πίνδ.· με γεν., τῶν ἐχθρῶν κ., θριαμβευτής κατά των εχθρών, σε Ευρ. II. αυτός που κοσμεί, στολίζει ή εξευγενίζει, εξυψώνει την νίκη, ὕμνος, ᾠδή, μοῦσα, σε Πίνδ., Ευρ.· τὸ καλλίνικον, η δόξα της νίκης, σε Πίνδ.· ομοίως και, καλλίνικος (ενν. ὕμνος), στον ίδ.