Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλιά"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κᾰλιά, Ιων. -ιή, , ξύλινη κατοικία, καλύβα, σταύλος, σε Ησίοδ.· φωλιά πουλιού, σε Θεόκρ. (, σε Ησίοδ.· , σε Θεόκρ.).
καλιάς, -άδος, , = το προηγ., καλύβα, σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, σε Πλούτ.