Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰλέω, Επικ. απαρ. καλήμεναι· Ιων. παρατ. καλέεσκον· μέλ. Ιων. καλέω, Αττ. καλῶ (το καλέσω είναι η υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ ἐκάλεσα, Επικ. ἐκάλεσσα, κάλεσσα· παρακ. κέκληκαΜέσ., μέλ. Αττ. καλοῦμαι (επίσης με Παθ. σημασία), μεταγεν. καλέσομαι· αόρ. αʹ ἐκαλεσάμην, Επικ. καλεσσάμηνΠαθ., μέλ. κεκλήσομαι, αόρ. αʹ ἐκλήθην, παρακ. κέκλημαι, Ιων. γʹ πληθ. κεκλέαται· Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. κεκλήατο· ευκτ. κεκλῄμην, κεκλῇο· I. 1. καλώ, φωνάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.Μέσ., καλώ κάποιον κοντά μου, στον ίδ. 2. καλώ σε γεύμα, προσκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἐπὶ δεῖπνον, σε Ηρόδ., Ξεν.· κληθέντες πρός τινα, προσκεκλημένοι, καλεσμένοι στο σπίτι του, σε Δημ. 3. επικαλούμαι, τοὺς θεούς, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· αλλά ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, επικαλούμαι κατάρες εναντίον σου, σε Σοφ.· Παθ., λέγεται για το θεό, μου γίνεται επίκληση από κάποιον, σε Αισχύλ. 4. α) ως δικανικός όρος, λέγεται για τον δικαστή· κλητεύω, προτείνω μάρτυρα ή φωνάζω, καλώ ενώπιον του δικαστηρίου, σε Αριστοφ., Δημ.· πρὶν τὴν ἐμὴν (δίκην) καλεῖσθαι, πριν γίνει η έναρξή της, σε Αριστοφ. β) λέγεται για τον ενάγοντα· σε Μέσ., καλεῖσθαί τινα, ενάγω κάποιον, πηγαίνω κάποιον στο δικαστήριο, Λατ. vocare in jus, στον ίδ. κ.λπ. II. 1. καλώ ονομαστικά, ονομάζω, ονοματίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· ὄνομα καλεῖν τινα, καλώ κάποιον με κάποιο συγκεκριμένο όνομα (δηλ. με το όνομά του), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, και χωρίς το ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; σε Αισχύλ.Παθ., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται, ένα όνομα θα δοθεί στον τάφο σου, σε Ευρ. 2. σε Παθ. παρακ. κέκλημαι, έχω λάβει, έχω αποκτήσει όνομα, φέρω όνομα, συχνά = εἰμί, είμαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι, γιατί είμαι σύζυγός σου, σε Ομήρ. Ιλ.· πόσις κεκλημένος εἴη, μακάρι τέτοιος άνδρας να ήταν σύζυγός μου, σε Ομήρ. Οδ.· σπανίως σε ενεστ., ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι, στο ίδ. 3. α) ποιητ., Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη κέκληται, όπου υπάρχει ο λόφος που καλείται λόφος του Αλεισίου, σε Ομήρ. Ιλ. β) ακολουθ. από εξαρτημένη, δευτερεύουσα πρόταση, καλεῖ με, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, δηλ. καλεῖ με πλαστόν, με αποκαλεί υποτιθέμενο γιο, σε Σοφ.